Χαρακτηριστικά
Έγχρωμο, χαρτόδετο | 21×29 εκ. | 48 σελ. | Σεπτέμβριος 2021
ISBN 978-618-5596-03-3
Ο Τίτος, ένας έφηβος από την Αθήνα, ζει ακόμη ένα Πάσχα στο χωριό, ίδιο κι απαράλλαχτο όπως κάθε χρόνο. Αλλά τούτη τη φορά, με τους φίλους του, παίρνουν μια πολύ σοβαρή απόφαση: να μην γυρίσουν
στην Αθήνα, αν δεν γίνει, επιτέλους, αυτό το κάτι. Βιώνουν τις δικές τους Μέρες Λατρείας, βουτώντας στα νερά των πρώτων εφηβικών ερώτων, αυτών που ζεις μόνο για μία φορά. Και οι ήρωές μας δεν βουτάνε απλά, σκάνε με πάθος επάνω τους κάνοντας πάταγο.
Οι Παναγιώτης Πανταζής (Στα Μυστικά του Βάλτου, Ερωτόκριτος) και Γιώργος Γούσης (Ερωτόκριτος, Ληστές) δημιουργούν ένα υπέροχο graphic novel, μια γλυκόπικρη και χιουμοριστική ιστορία με αληθινούς, σύγχρονους, εφηβικούς χαρακτήρες.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Η μόνη κρουαζιέρα της ζωής του έτυχε να γίνει Πάσχα. Άνοιξη του ’97, κάποιο πολύ αργό καράβι ξεκίνησε από Μυτιλήνη, έπιασε Αλεξανδρούπολη, μετά ίσως Καβάλα. Μετά, δεν θυμάται κανείς… Εκείνος διατηρούσε την αβάσιμη ελπίδα ότι η ζωή του θα άλλαζε για λίγο, αφού βρισκόταν μακριά από τη μαθητική καθημερινότητα της Αθήνας. Μαζί με τον ξάδελφό του περνούσαν τις μέρες τους σχεδιάζοντας πώς θα μιλήσουν στα συνομήλικά τους κορίτσια που συναντούσαν στο κατάστρωμα και στο μπαρ του πλοίου, με τα πανάκριβα Caprice. Μέχρι να ξαναπιάσουν λιμάνι στη Μυτιλήνη, είχαν οι δυο τους «ζήσει» για τα καλά τη φαντασίωση ότι μίλησαν στα κορίτσια, γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, μα τελικά τους χώρισε η απόσταση, που φάνταζε ακόμη πιο χαοτική λόγω της πανάκριβης υπεραστικής χρέωσης του ΟΤΕ στα 90s. Mήνες μετά, πληροφορήθηκαν με ανακούφιση ότι η μία τα είχε με αστέρι του εφηβικού τμήματος μπάσκετ του Αρίωνα και η άλλη –εντελώς άπιαστη αυτή– με φαντάρο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟΥΣΗΣ Μέχρι τα δεκαοχτώ του πέρναγε όλα τα Πάσχα σε ένα χωριό της Ηπείρου. Στο ίδιο, πάντα. Και τώρα στο ίδιο χωριό τα περνάει, αλλά εκείνα, τα πρώτα, τα φέρνει μέσα του σαν ένα Πάσχα, μακρύ και αργόσυρτο. Η κάθε μέρα είχε τη δική της ξεχωριστή αγωνία και η κάθε μέρα του κάθε επόμενου χρόνου, το ίδιο. Θα κατάφερνε, άραγε, να βρει το θάρρος να της μιλήσει; Τι θα της έλεγε και τι θα του απαντούσε εκείνη; To δέκατο τρίτο Πάσχα την κοίταζε στον επιτάφιο, αλλά αυτή δεν τον κοίταξε. Το δέκατο τέταρτο, οι γονείς της την πήγαν αλλού διακοπές. Στο δέκατο πέμπτο, στην Ανάσταση, τον κοίταξε για πρώτη φορά. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο υποσχέσεις για το δέκατο έκτο Πάσχα, τότε που, πράγματι, παραλίγο να της μιλήσει. Το δέκατο έβδομο μέθυσαν, μίλησαν, και τα χαράματα που επέστρεφαν στο χωριό, στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα, αυτή έκατσε πάνω του για να χωρέσουν. Το δέκατο όγδοο ήρθε στο χωριό μαζί με το αγόρι της από την Αθήνα. Τα Πάσχα πλέον περνάνε γρήγορα, όπως και κάθε τι στη ζωή του.